Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2011

εγκλήματα

Εικόνα
Είχα κάποτε μια αγάπη, ένα λουλούδι κι ένα κουτί. Τα έπαιρνα παντού μαζί μου, τα κουβαλούσα στα χέρια μου και τα καμάρωνα. Κάποιες σκοτεινές μέρες, έκαναν πως γλιστρούσαν απ' τις χούφτες μου Και τάχα μου έφευγαν. Μα το πρωί ήταν πάλι εκεί, πλάι μου. Με κοίταζαν με τα υπέροχα μάτια τους -που ακόμα δεν κατάλαβα αν ήταν αληθινά, ή έτσι ήθελα να πιστεύω- και μου έλεγαν δεν πειράζει. Κι εγώ χαιρόμουν με την αφοσίωσή τους. Κι ύστερα... Ύστερα, το κουτί πλημμύρισε και η αγάπη φοβήθηκε. Θύμωσα, έκαψα το λουλούδι ζωντανό. Άκουγα τις φωνές του, το κλάμα του και δεν το έσωσα. Το έκαψα, σου λέω. Πάει, χάθηκε. Έκρυψα τις τύψεις στο μουσκεμένο κουτί και το κλείδωσα να μην τις βρει κανείς. Κι άρχισα να γράφω γράμματα, που ένας θεός με κράτησε να μην τα κάψω και αυτά. Δεν στα δίνω, μην μου τα ζητήσεις. Είναι μυστικά και σκέψεις και εικόνες. Θα ντραπείς αν τα διαβάσεις. Και τώρα, σαν τον φονιά, γυρίζω στον τόπο του εγκλήματος. Οι στάχτες είναι ακόμα εκε

:D

Εικόνα
Έχω καιρό να κάνω κάποιο ουσιώδες ποστ. Θέλω να ξέρετε ότι ζω και βασιλεύω. [Καλά αυτό είναι πολύ σχετικό.] Τελοσπάντων, έχω πήξει στο διάβασμα για μία πρόοδο Ζωολογίας, συν ότι δεν έχω υπολογιστή, γιατί μένω με τους θείους μου κάθε Δευτέρα με Παρασκευή. Ναι, αφήστε το αυτό, είναι μεγάλη ιστορία. Το θέμα είναι ότι εκεί που έψαχνα να βρω κάποιο θέμα για να γράψω επιτέλους, βρήκα κάτι πολύ σημαντικό! Και τώρα ξεκινάω! Σε σένα απευθύνομαι, εκνευριστικά ξερόλα τύπε, που σε τρώω στην εργαστηριακή μου μάπα εδώ και έναν χρόνο! ΧΡΟΝΙΑ ΣΟΥ ΠΟΛΛΑ! Να τα εκατοστήσεις, να έχεις ότι επιθυμείς, να πάρεις πτυχίο στα 4 χρόνια, να συνεχίσεις να ξέρεις τα πάντα για τα πάντα και άλλα τέτοια! Πάρε κι ένα μικρό δωράκι τώρα και σουτ! Έτσι, επειδή μας τρέλανες στο μουσείο για το πόσο γλυκούλες είναι οι βίδρες. Είναι η Σούλα (άσπρη) και ο Μήτσος (προφανώς το μαύρο), ζουν στο ποτάμι, είναι πολύ βολικά αλλά τρώνε πολύ, μην σε ξεγελάει το μέγεθος τους. [Νομίζω ότι το παρατραβάω, ε;]

story of my life.

Εικόνα
Τα λόγια είναι περιττά για ένα τέτοιο τραγούδι. Απλά κλείσε τα μάτια και χαλάρωσε.  Υποκλίνομαι στην μεγαλειότητα του στίχου. Σε έχω βρει και σε χάνω δανεική παρουσία έχω τόσα να κάνω και δεν έχουν ουσία Όπου είσαι πηγαίνω δίχως λόγο να πάω με τους φίλους σου βγαίνω επαφή να κρατάω Πόσο κρατά η αγάπη πόσο κρατά μια στιγμή πόσο κρατάει ένα δάκρυ πόσο κρατά η σιωπή Πόσο κρατάει ένα βράδυ πόσο κρατά μια αγκαλιά πόσο κρατάει ένα χάδι και πόσο σφίγγει η θηλιά Τα βράδια περνάνε και εγώ κοιτάω ένα τοίχο κι όσα θα 'θελα να 'μαι χωράνε σε ένα στίχο Δες πως πεθαίνει ο έρωτας μαζί και όλα τ' άλλα σχέδια, όνειρα και λόγια μεγάλα Και ξημερώνει η μέρα για να με δει να δακρύζω και όλα αυτά επειδή ήθελα τη ζωή να στραγγίζω "Πονάει η αλήθεια, πως να γλυτώσεις δειλέ" κακιά μου συνήθεια ας μην υπήρχες ποτέ Κι έτσι παίρνω το ρίσκο και σε δρόμους σε ψάχνω κάποιες νύχτες σε βρίσκω μα είσαι απέναντι, δε φτάνω Μένω εκεί και τί

Tell me

Πες μου για τα χρόνια που πέρασες μακρυά μου Πες μου για τον πρώτο σου έρωτα, για εκείνες τις μέρες Πες μου πώς περνάς τα βράδια σου Και πώς πίνεις τον καφέ σου κάθε πρωί. Άσε με να γεμίσω τις μέρες σου Άσε με να γίνω η πιο κόκκινη αγάπη σου Άσε με να σε κοιτάζω όταν κοιμάσαι Και να σου φτιάξω χιλιάδες καφέδες για να πιούμε μαζί. Μίλα μου για σένα, για αυτά που αγαπάς Δώσε μου στοιχεία να κρατήσω Κάνε μαζί μου άπειρα πειράματα για να ανακαλύψουμε τι μας ενώνει Μάλωσέ με, φώναξε, θύμωσε Και μετά φίλα με. Δώσε μου στιγμές να θυμάμαι, δώσε μου εσένα. Και μετά, μην μ' αφήσεις.

When food is gone, you're my daily need

2 χέρια. Και μετά 4 χέρια. Συγχρονίσου στους χτύπους μου. Έγινες συνήθεια πια και τρομάζω όταν φεύγεις.

δεύτερη ευκαιρία

Αν κάποιος σου δώσει 3 επιλογές, συμβαίνουν πάντα τα εξής: Η πρώτη σε δεσμεύει πολύ και Η δεύτερη σου δίνει μεγάλη ελευθερία. Συμπέρασμα : Πάρε την τρίτη επιλογή κι όλοι θα είναι ευχαριστημένοι. Lesson learned    ✔

Στοιχεία

Ήθελα να γίνω κύμα, μα δεν έφτασα ποτέ. Ούτε αγκάλιασα την άμμο, ούτε έπαιξα μαζί της. Μόνο ταξίδευα και έβλεπα και ένιωθα την χαρά των ανθρώπων από μακρυά. Ήθελα να γίνω αεράκι, μα δεν σε άγγιξα ποτέ. Ούτε σου μίλησα, ούτε σου χαμογέλασα. Μόνο σε έβλεπα και σε θαύμαζα και όλο γέμιζαν τα πνευμόνια μου οξυγόνο. Ήθελα να γίνω στεριά δική σου, μα ήμουν άγονη. Ούτε φύτεψα δέντρα, ούτε έφτιαξα κήπους. Μόνο έφτιαχνα ρυάκια για να παίζεις με το φως και παγίδες για να μείνεις για πάντα εδώ. Αλλά ήσουν πιο έξυπνος απ' ότι υπολόγιζα. Και πάντα ξέφευγες. Έφευγες. Και με πλήγωνες. Και προσπαθούσα. Μα σου είπα, δεν έφτανα. Και τότε ήταν που θέλησα να γίνω φωτιά και έγινα. Μα δεν σε ζέστανα. Σε έκαψα. Και μαζί με σένα έκαψα και τις στεριές,    έσβησα τους ανέμους,       στέρεψα τα κύματα. Και τώρα ξεκινά μια νέα εποχή. Με φωτιές. Δεν θα απολογηθώ. Παραμένω αγνή στην ψυχή και αυτό θα έπρεπε να το ξέρεις ήδη. Μα τι να το κάνεις όταν καταστρέφεις τα Στοιχεία μέσα σου γ

Κάτι σαν θλιβερή επέτειος.

Εικόνα
Λένε ότι όταν χάνεις κάποιον άνθρωπο σημαντικό απ' την ζωή σου, βιώνεις την απώλεια σε 5 στάδια. Οι πράξεις του καθενός μας μπορεί να διαφέρουν πολύ από άτομο σε άτομο ανάλογα με την προσωπικότητά του αλλά το σίγουρο είναι ότι αυτές είναι αποτέλεσμα 5 διαφορετικών συναισθημάτων. ΑΡΝΗΣΗ Στην αρχή, δεν μπορείς να πιστέψεις ότι αυτό το άτομο δεν ανήκει πλέον στην ζωή σου. Αρνείσαι ότι έχει φύγει και πείθεις τον εαυτό σου ότι είναι ακόμα εκεί. Περνάς από το σπίτι του και κοιτάς προσεκτικά μήπως τον δεις στην αποθηκούλα του να κάνει τα πειράματά του γεμάτος κέφι και χαμόγελα. Λες στις φίλες σου ότι δεν μπορείς να βγείτε γιατί έχεις κανονίσει να πας για ταινία με εκείνον. Τον παίρνεις τηλέφωνο και του στέλνεις "καλημέρα", "καληνύχτα", "σ'αγαπώ". Μα τίποτα. Τα εργαλεία του είναι εκεί που τα άφησε την τελευταία φορά, πάλι μένεις μέσα Σάββατο βράδυ και το τηλέφωνό του είναι πάντα κλειστό. Έτσι σου μένει μόνο ένα "μου λείπεις", καθώς συνειδη

The perfect crime

Καληνύχτισε την παρέα της με ένα πλατύ χαμόγελο, άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Πέταξε τα κλειδιά στο γραφείο, έλυσε τον αυστηρό κότσο που της τρυπούσε το κεφάλι όλη την νύχτα και ξάπλωσε στον καναπέ. Άνοιξε την τηλεόραση αλλά βαρέθηκε και είπε να κάνει ένα ντους για να χαλαρώσει. Έσβησε τα υπολείμματα του τιποτένιου κραγιόν και βύθισε το σώμα της κάτω από σαπούνι, νερό και μετάνοια. Η επιθυμία δεν άργησε να εμφανιστεί. Ήθελε να πνιγεί στην απραξία της. Κατέληξε στο πάτωμα του δωματίου με ένα μπουκάλι ουίσκι στο ένα χέρι και το τηλέφωνο στο άλλο. Και κάθε φορά που το τηλέφωνο χτυπούσε, η απάθεια μέσα της δεν της επέτρεπε να μιλήσει. Σήκωνε το ακουστικό και αμέσως το έκλεινε. Ήξερε ότι πιθανότατα ήταν η αδελφική της φίλη που καλούσε ξανά και ξανά. Ανησυχούσε. Ήξερε πολύ καλά τι συνέβη, δεν ήταν η πρώτη φορά. Αλλά όχι, απόψε δεν θα σκεφτόταν κανέναν άλλο, μόνο τον εαυτό της. Και αυτό που ήθελε ήταν να λείψει από τον βρώμικο κόσμο για όσο χρειαστεί. Περνούσε καλά με την παρέα τ

σχήματα

Εικόνα
Ένα παραλληλόγραμμο θα με χωρίζει από σένα πια. Θα το αφήσω να γεμίσει με ξύλο και θα το λέω πόρτα. Κι αυτή η πόρτα θα μένει κλειστή από δω και πέρα, κλειδωμένη. Με ένα κλειδί που ίσως το φυλάξω σε ένα κουτί, ίσως το κρύψω στα όνειρά μου. Μπα...Λέω να το πετάξω. Θα το πετάξω. Από το παράθυρο μου, θα του δώσω μια και θα το διώξω. Όπως έδιωξα κι εσένα με τα ψέματά μου την τελευταία φορά. Και θα σε διώχνω κάθε φορά που θα χτυπάς αυτή την πόρτα. Κάθε φορά που θα μου ζητάς να την ανοίξω για να μπεις στον κόσμο μου. Και κάθε φορά θα ελπίζω ότι δεν θα μένεις για πολύ εκεί, θα φεύγεις. Κι ύστερα, όταν σου λείπω, θα ελπίζω να έρθεις και να με αναζητήσεις. Θα περιμένω στο παράθυρο, με δυο κούπες καφέ και μπισκότα κανέλας. Θα σε περιμένω να φωνάξεις το όνομά μου ή να μου τραγουδήσεις. Όπως τότε. Κάτω από το παράθυρο. Και πάντα θα ελπίζω ότι θα βρεις το κλειδί που πέταξα κάπου εκεί. Για να έρθεις πίσω στην πόρτα μου και να μην την χτυπήσεις. Για να έρθεις και να τη

Βύσσινο, όπως λέμε Αίμα.

Πάντα σε θυμόμουν σαν μια μυρωδιά επανάστασης Σαν την γεύση ενός φιλιού μέντα Σαν μια σκιά που λάτρευα να βλέπω σαν φως. Ήθελα να σου δώσω τα αγαπημένα μου λουλούδια Να τα βάλεις στο βάζο σου, να τα κοιτάς, να τα μυρίζεις. Ήθελα να βλέπω τεντωμένο το τόξο σου Έτοιμο να μοιράσει χαμόγελα και κόκκινα λόγια. Θυμάσαι τότε που περπατούσαμε χέρι-χέρι στο λιμάνι Και η βάρκα μας δεν έφευγε ποτέ, πάντα μας περίμενε. Μα δεν μπήκαμε ποτέ μέσα Δεν την αφήσαμε να μας ταξιδέψει στην ασημένια νύχτα. Μια τέτοια νύχτα με μαύρες και μπλε κορδέλες να μας νανουρίζουν Κι εμείς να τις κοιτάμε και να γελάμε με τις αστείες κινήσεις τους. Και να με κρατάς και να σε κρατώ και να μην θέλουμε τίποτα άλλο. Ναι...Μια τέτοια νύχτα λαχταρούσα. Σαν δυο σταγόνες οξύ μοιάζαμε Κάψαμε ο ένας την καρδιά του άλλου. Τώρα, το μόνο που μου έρχεται στο νου Είναι δυο γράμματα που δεν σου έδωσα και πέντε δάκρυα που δεν κύλισαν ποτέ. Το μόνο που μου απέμεινε τώρα να σε θυμίζει Είναι ένας λεκές βύσσινο στο α

But you can't kill the me in you.

Παράλληλες γραμμές. Δυο παράλληλες γραμμές. Ευθείες μέχρι την ουσία τους. Μια μαύρη και μία κόκκινη. Δεν θα συναντηθούν ποτέ, το ξέρεις; Η μαύρη γραμμή είναι περήφανη και σταθερή, σκληρή. Μπορείς να πατήσεις πάνω της και να πεις πως περπατάς. Κι αν θες, μπορείς να γαντζωθείς και να ταξιδέψεις σε μπλε κόσμους με ασημένιο φεγγαρόφωτο και να μυρίσεις σπάνια λουλούδια. Πάντα εκείνη οδηγεί τα βήματά σου, σε πάει όπου θέλει. Σε δένει σφιχτά και πάει. Πού; Δεν ξέρεις. Αλλά δεν σε νοιάζει κιόλας. Η κόκκινη γραμμή είναι μελαγχολική φωτιά. Σε προσελκύει με την ζεστασιά της, μα πρόσεχε να μην σου χαρίσει σημάδια. Μόνο αυτό κάνει. Έχει ένα μικρό σουγιαδάκι κρυμμένο στην τσέπη της και σαν πας να πλησιάσεις, χρατς, σε κόβει. Τα αποτυπώματά της σχεδόν ανεξίτηλα. Για να δω... Έχεις κι εσύ ένα, το βλέπεις; Γραμμές. Παντού, όπου κι αν κοιτάξεις βλέπεις γραμμές. Γεμίζουν το στήθος σου, χαϊδεύουν τα μαλλιά σου. Σε συνδέουν με άλλους ανθρώπους. Και άλλες φορές σε χωρίζουν απ' αυτούς. Ψάχν

Ησυχία

Τι σημασία έχει που έφυγες; Είσαι ακόμα εδώ. Τριγυρίζεις σαν φρικιό μέσα στο σπίτι, περπατώντας στα ίδια πλακάκια που σε αγκάλιασαν τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Ανεβαίνεις στο ξύλινο τραπέζι που τρίζει και για μια στιγμή τρομάζω νομίζοντας ότι μπήκαν κλέφτες.Αλλά τι να κλέψουν; Την καρδιά μου; Αυτή την κρατάς εσύ και, σαν μικρό πεισματάρικο παιδί, δεν μου την δίνεις. Και σε κυνηγάω μέσα στο παλιό σπίτι για να την πάρω πίσω, να την βάλω στην θέση της κι εσύ μου φωνάζεις γελώντας ότι η θέση της είναι στα χέρια σου. Φοβάμαι, μα δεν στο λέω. Τι καρδιά να δώσω τώρα στον νέο μου γείτονα; Για πες μου... Πώς θα δικαιολογήσω την απουσία της; Θα ντραπώ... Όταν θα μπει στο σπίτι εκείνος, σε παρακαλώ, δωσ' την μου πίσω. Αν σκίσει το συρματόπλεγμα και τα χέρια του δεν πληγωθούν από τα αγκάθια, θα πει πως αξίζει, θα πει πως είναι ώρα να φύγεις για πάντα. Μέχρι τότε, μπορείς να την κρατάς και να παίζεις μαζί της και να την πετάς στον αέρα και να πέφτει κάτω. Δεν σπάει, της έχω παραγγείλει ειδι

φύγε

Εικόνα
Και ξαφνικά, το μόνο που θέλω, είναι να φύγει αυτό το σημάδι από πάνω μου. Με σιχάθηκα πια, προσπαθώντας να σε αφήσω πίσω. Εσύ φταις. Είσαι ακόμα εδώ.

Χαμένες υποθέσεις

Καθώς περπατώ μέσα στο δωμάτιο με τα βιβλία της ζωής μου, τα κοιτάω όλα ένα ένα. Τα αγγίζω, μαγεύομαι από την μυρωδιά των φύλλων τους, τα ξεφυλλίζω. Έχουν πάντα μια ακαταμάχητη δύναμη να με παρασύρουν στον κόσμο τους και να μου φέρνουν στον νου αναμνήσεις και γεγονότα. Κάποια μου προκαλούν πόνο, κάποια άλλα με κάνουν να γελάω σαν μικρό παιδί. Το καθένα όμως απ' αυτά έχει την δική του ιστορία, μικρή ή μεγάλη, θλιβερή ή χαρούμενη, δεν έχει σημασία. Όλα κάτι έχουν να πουν, κάτι μου έδωσαν ή θα μου δώσουν, κάτι που με κάνει να τα αγαπώ επειδή υπάρχουν. Μ' αρέσει να περπατώ στις αναμνήσεις μου. Μου δίνουν κουράγιο και δύναμη όταν θέλω να τα παρατήσω. Μου υπενθυμίζουν πόσα έχω ζήσει και πόσο δυνατή έχω σταθεί στις δυσκολίες. Συνήθως, καθώς διαβάζω ξανά και ξανά τις σελίδες τους, καταλαβαίνω τα λάθη μου και προσέχω να μην τα επαναλάβω. Είναι παρήγορο να σου κρατάνε συντροφιά οι στιγμές που έζησες χωρίς να σε παγιδεύουν. Το ελέγχω, ζω το παρελθόν μόνη μου, παίζω σκηνές με μόνο ηθοπο

Το τελευταίο αντίο.

Ποιες να ήταν οι σκέψεις σου οι τελευταίες; Όταν γλίστρησες και έπεσες μια για πάντα; Πρέπει να έφυγες γεμάτος υπερηφάνεια για τα πράγματα που σε έκαναν να ξεχωρίσεις. Δεν σε ήξερα σχεδόν καθόλου, μα σε εκτιμούσα. Πάντα πρώτος, πάντα δυνατός, πάντα εσύ. Ένα πανέξυπνο παιδί, το οποίο χάρηκα που γνώρισα. Λυπάμαι που δεν σου είπα ποτέ ένα αντίο. Τα μάτια σου πάντα έλαμπαν και το χαμόγελο δεν έσβηνε ποτέ. Σε θαύμαζα για το μυαλό σου και χαιρόμουν που είχα την τύχη να βρεθώ κοντά σου. Ήσουν ο καλύτερος και δεν σου άξιζε. Ήσουν ικανός για τόσα πράγματα, θα πρόσφερες τόσα πολλά. Για σένα Ο., που ποτέ δεν φοβήθηκες να πεις την γνώμη σου δυνατά και να παλέψεις γι' αυτό που πίστευες. Για σένα, τον καλύτερο φοιτητή που πέρασε ποτέ από την σχολή. Για σένα, γιατί το αξίζεις. Θα σε θυμόμαστε πάντα. Γιατί ό,τι αξίζει δεν πεθαίνει ποτέ. υ.γ. Είναι τόσο μικρό και ανάξιό σου αυτό το ποστ. Να είσαι καλά όπου κι αν είσαι.

Το κορίτσι και το πιάνο.

Καθόταν στο σκαμπό και μιλούσε με μελωδίες Ήρεμες, γλυκιές, ρομαντικές. Είχε αφεθεί στη μαγεία της τέχνης της. Τα πλήκτρα έπαιρναν ζωή κάτω από τα δάκτυλά της Κι εκείνη είχε μεταφερθεί σε έναν άλλο κόσμο Στον δικό της υπέροχο κόσμο. Ήταν τόσο απορροφημένη από τους ήχους που γεννούσε Που δεν πρόσεξε το τηλέφωνο που χτυπούσε επίμονα και απειλητικά. Το μόνο που κατάφερε να την συνεφέρει και να την επαναφέρει στην μαύρη πραγματικότητα Ήταν μια σπαραχτική κραυγή Ένα ουρλιαχτό πόνου και οδύνης Που της θύμισε ότι δεν είναι μόνη Ότι πρέπει να στηρίξει το σώμα της στον τοίχο Για να αντέξει το βάρος του τηλεφωνήματος Για να συνηθίσει να μην τρομάζει πια με τα φαντάσματα. Και τώρα το πιάνο σωπαίνει. Τα δάκτυλα της είναι τόσο αδρανή που δεν μπορούν να λυγίσουν. Το μόνο που λυγίζει πια είναι η ψυχή της. Στηρίζεται στην όμορφη μάσκα της για να προχωρήσει Μα το βράδυ αγκαλιάζει σφιχτά την κοιλιά της για να κοιμηθεί

Did you ever love me?

Εικόνα
Και κάπως έτσι άδοξα,  όπως τελειώνουν όλα τα ψεύτικα ρομάντζα, έφυγε. Την άφησε εκεί, στο άδειο κρεβάτι,  να κοιμάται και να τον ονειρεύεται,  να φωνάζει στον ύπνο της το όνομά του  κι εκείνος να μην είναι δίπλα της.  Ποτέ. Ποτέ ξανά. Όταν ανοίξει τα μάτια της, θα τρομάξει από την απουσία του.  Αλλά μετά θα συνηθίσει και δεν θα την πειράζει πια. Θα σηκωθεί από το κρεβάτι, θα φορέσει την ρόμπα της,  θα αφήσει τα μακρυά μαλλιά να πέσουν στους ώμους της.  Θα πάει στην κουζίνα, θα φτιάξει καφέ.  Θα ετοιμαστεί να πάει στην δουλειά, ίσως με μια ελαφριά μελαγχολία. Θα συνεχίσει κανονικά την ημέρα της ώσπου να γυρίσει σπίτι. Θα του μαγειρέψει ένα ρομαντικό γεύμα.  Έστω κι αν ξέρει ότι δεν πρόκειται να γυρίσει. Θα φορέσει το φόρεμα που της είχε πάρει δώρο  και που δεν το είχε φορέσει ποτέ ξανά γιατί νόμιζε ότι δεν της πήγαινε. Θα είναι μια άλλη απόψε, θα είναι ο καλύτερος εαυτός της, θα βάλει τα δυνα

Η τελευταία μάχη

Ήταν κι οι δύο Μαχητές του Ανέμου. Εκείνη, με τα μακρυά ξανθά μαλλιά της, κρατούσε τις ισορροπίες. Εκείνος, με τον δίδυμο αδελφό του, άλλαζε πρόσωπα για να αποφύγει τις εντάσεις. Υπηρετούσαν τις ίδιες δυνάμεις. Κάποτε κοιτούσαν το μέλλον μαζί, μέσα από την γυάλινη σφαίρα τους. Και γελούσαν με την χαρά των ανθρώπων. Και έκλαιγαν με την λύπη τους. Και ήταν μαζί. Μα τώρα είναι αλλιώς. Εκείνη είναι μια ψυχρή και απλησίαστη θεότητα, που σκορπά τον πόνο με ένα βλέμμα. Εκείνος είναι ένας σκληρός εγωιστής, που εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες των άλλων. Δεν τους ενώνει τίποτα πια, εκτός από το μίσος τους. Κάποτε ήταν μαζί. Τώρα είναι αλλιώς. Με φτερά και όπλα ανεβαίνουν στην ουράνια αρένα. Είναι Μαχητές του Ανέμου άλλωστε. Εκείνη φοράει ένα αέρινο καφέ φόρεμα, που αγκαλιάζει κάθε καμπύλη του σώματος της. Δείχνει τόσο ήρεμη και πειθαρχεί τις δυνάμεις της. "Θα νικήσουμε σήμερα. Πρέπει να νικήσουμε. Δεν πρέπει να δείξω αδύναμη, δεν χρειάζεται να καταλάβει. Δεν έχει σημασία άλλωστε.&q

Η απώλεια

Κάθε που κοιτάω την φωτογραφία σου δακρύζω. Ασυναίσθητα και αληθινά, απλά δακρύζω. Ύστερα, σηκώνω το χέρι μου, σκουπίζω το ατίθασο δάκρυ και το πετάω μακρυά, λες και έτσι θα πετάξω μακρυά και τον πόνο της απώλειάς σου. Πάντα η ίδια κίνηση, η ίδια ρουτίνα από τότε που έφυγες. Και δεν μπορείς να με δεις πια, δεν φταις εσύ όμως. Σ' αγαπώ για πάντα, μ' ακούς; Θυμάμαι τότε που ήρθες στην ζωή μου. Όλο χαμόγελα και μαργαρίτες. Και μου έδωσες όλα τα λουλούδια σου. Κι εγώ τα κρατούσα φυλαχτό, όπως κρατούσα και την αγάπη σου. Και σε πρόσεχα όσο μπορούσα. Σε εκλιπαρούσα να μην φύγεις ποτέ, να μην χαθείς. Τρόμαζα στην ιδέα να ζήσω μακρυά σου, μακρυά από το γέλιο και την ζωή σου. Θυμάσαι εκείνο το βράδυ που μου είπες πως μ' αγαπάς; Σαν να ήταν χθες... Περπατούσαμε στην πλατεία χέρι χέρι και η σιωπή μας έλεγε τόσα πολλά. Και ξαφνικά, μίλησες. "Σ' αγαπώ για πάντα, μ' ακούς;", είπες. Κι από τότε με στοίχειωσε αυτή η φράση, έγινε η φράση μας. Σ' αγαπώ για πάντα, μ

Παιχνίδι σκιών

Κι είμαι εδώ, ξαπλωμένη στο μονό κρεβάτι μου Κουνάω το κεφάλι μου δεξιά κι αριστερά Υπακούω στον ρυθμό της μουσικής Το χέρι μου κρέμεται, προσπαθεί να φτάσει το υγρό πάτωμα Κοίτα, κρατάει ένα ποτήρι ουίσκι και είναι μεθυσμένο Και το πάρτυ ξεκινάει, η διάθεση απογειώνεται Μαζί της και το κορίτσι του κρεβατιού Πάμε... Μετά από κάποια δευτερόλεπτα, λεπτά, ώρες -ούτε που ξέρω- Το κεφάλι κουνιέται μόνο του Δεν υπακούει σε καμιά διαταγή μου Και τότε αρχίζει κάτι μαγικό Σκιές αρχίζουν να χορεύουν στον τοίχο Τρυπάνε την σιωπή και ουρλιάζουν λόγια που δεν θέλω να ακούσω Με κοροϊδεύουν για την κατάντια μου Γελούν μαζί μου Θέλω να τις διώξω, άθελά μου κλαίω. Σταματήστε... Το σκηνικό αλλάζει Αγαπημένες στιγμές παίζονται μπροστά μου Ταινία βωβού κινηματογράφου Η καρδιά μου χτυπάει στον ρυθμό μιας μελωδίας που μισώ Αλλά τώρα δεν έχω χρόνο να σκεφτώ Παρακολουθώ την ζωή μου να περνάει και να χάνεται Περίμενε κι εμένα... Οι σκιές χάνονται Κάνω να σηκώσω το χέρι μου να τις

Papercut.

Εικόνα
Έχεις κοπεί ποτέ ανάμεσα στα δάχτυλα των χεριών σου  με χαρτί;  Έχεις νιώσει ποτέ αυτό τον πόνο; Έχεις δακρύσει από το σκίσιμο του δέρματος; Πες μου, δάκρυσες; Μόλις κόπηκα. Βαθιά όσο δεν πάει. Τρέχει αίμα ποτάμι, πιέζω το σημείο μα όλο κι αναβλύζει νέο κόκκινο. Δεν μπορώ να το σταματήσω. Μα που είναι οι επίδεσμοι όταν τους χρειάζεσαι; Κι όλο τρέχει. Και προσπαθώ να κάνω χούφτα τα χέρια να το πιάσω Να το κρατήσω για μια απειροελάχιστη στιγμή. Να πω πως είναι δικό μου, δεν μου το παίρνει κανείς. Αλλά τρέχει. Και φεύγει. Δεν μπορώ να το σταματήσω. Πονάει τόσο πολύ. Το ήξερα ότι τα κοψίματα από χαρτί είναι τα χειρότερα.  Μα δεν πρόσεχα. Ήθελα να ζωγραφίσω κάτι για σένα, έναν κόσμο, μια λέξη. Μα κοίτα τώρα τι έκανα.  Γέμισα το χαρτί με κόκκινο που γίνεται μαύρο και μετά πάλι κόκκινο. Και μου γελάει. Με ξεγελάει. Και τρέχει. Δεν μπορώ να το σταματήσω. Φύγε, σε ξορκίζω, φύγε. Τρέξε σαν το αίμα από μέσα μου. Φύγε μέχρι να κυλίσ

Όλα αλλάζουν

Κι εκεί που πίστευες ότι είσαι ερωτευμένη, αρχίζουν να σε εκνευρίζουν τα πάντα πάνω του. Κι εκεί που πίστευες ότι θα είστε για πολύ καιρό μαζί, μπαίνουν τρίτοι στην μέση και σας κάνουν μαντάρα. Κι εκεί που πίστευες ότι τα έχεις όλα, βρίσκεσαι στην μέση του πουθενά να αναρωτιέσαι τι στο καλό έγινε και τα έχασες όλα. Κι εκεί που πίστευες ότι δεν θα τελειώσει γιατί υπάρχει κάτι αληθινό, τελειώνει. The end. For real. Και μετά είσαι σαν ζόμπι, γιατί άλλα περίμενες και άλλα σου ήρθαν. Κυκλοφορείς με ένα αξιολύπητο βλέμμα, μάτια κλαμμένου κουταβιού και ένα πακέτο χαρτομάντηλα στο χέρι. Είσαι άλουστη, φοράς μπιτζάμες και κουλουριάζεσαι σαν να πονάει η κοιλιά σου. Οι παρέες σου σε βγάζουν με το ζόρι έξω, κάνουν τον καραγκιόζη για να γελάσεις και γενικά είναι μια σανίδα σωτηρίας, που είτε γαντζώνεσαι πάνω της για να σωθείς, είτε κάνεις την πεισματάρα και χώνεσαι πιο βαθιά μέσα στα σκα.τα. Και κάπως έτσι περνάνε οι σιχαμερές μέρες σου και εσύ εκεί, να θρηνείς για κάτι που περίμενες να γίν

The end.

Δυσκολεύτηκε να το πιστέψει ότι ο άντρας της ζωής της θα έφευγε. Έστω και για αυτό το λίγο χρονικό διάστημα. "Πόσο καιρό θα λείψεις;", τον ρωτούσε κάθε βράδυ, όταν πλάγιαζε στο κρεβάτι μαζί του. Εκείνος της χάιδευε απαλά τα μαλλιά, χαμογελούσε μελαγχολικά και της απαντούσε "Πριν προλάβω να σου λείψω θα είμαι πίσω.". Δυσκολευόταν να το πιστέψει. Αλλά έπρεπε να κάνει υπομονή, η δουλειά του έμπαινε σε πρώτη μοίρα. Τον αγαπούσε τόσο πολύ, που αν ήταν στο χέρι της, θα τον έπαιρνε και θα έφευγαν μακρυά, πολύ μακρυά, πιο μακρυά και από το φεγγάρι που της είχε τάξει να την πάει κάποτε. Υποχρεώσεις. Ενοχλητικές, επίμονες υποχρεώσεις, της στερούσαν την ευτυχία της. Και τώρα, της στερούσαν και τον άντρα της. Δεν τον συνόδεψε στο αεροδρόμιο, μισούσε τους αποχαιρετισμούς. Τον φίλησε για τελευταία φορά, κράτησε τα δάκρυα για μετά, του είπε "Σ' αγαπώ, φύγε τώρα.". Και τον είδε που έφευγε, με την βαλίτσα να σέρνεται νωχελικά πίσω του. Γύρισε και την κοίταξε, της

Η επανένωση

Δυο άγρια βλέμματα δεν ήταν κάτι που ήθελα, όμως αυτό περίμενα να γίνει. Με μισούσα εκείνη την στιγμή, που έπαιζα θέατρο μπροστά σε ένα τυφλό κοινό. Η φωνή μου έσπασε, ήθελε να φωνάξει την απόγνωση μου, όμως σώπασα. Έκρυψα ένα μελαγχολικό δάκρυ και προχώρησα. Φόρεσα το ψεύτικο ξεφτισμένο χαμόγελό μου και απέφευγα την επαφή σου με την ψυχή μου. Ατένιζα τον δρόμο, που θα έπαιρνε μακρυά το δώρο της ζωής μου. Μια τσάντα πόσες αναμνήσεις μπορεί να χωρέσει; Και ένα κουτί πόση αγάπη και συγχώρεση να αντέξει; Είμαστε ίδιοι και ακόμα να το καταλάβεις. Στερεότυπα σε παίρνουν μακρυά. Μα ο πόθος σου για το άγνωστο παραμένει εδώ, σε μια ματιά, σε ένα άσπρο φόντο με ροζ γράμματα. Μην προσπαθείς να το διαβάσεις, δεν διαβάζομαι... Τίποτα δεν ήταν όπως το περίμενα. Χιλιάδες πρόβες για μια μόνο σκηνή, για μια μόνο παράσταση. Που όμως πήρε παράταση, χωρίς να το επιδιώξω. Όχι ότι με πειράζει. Αλλά να, θέλω μια φορά να κάνω την σκληρή, να σε απειλήσω με το τόξο μου κι εσύ να τρέμει

Second chances don't matter.

Give me love.  Not chances.

Καλησπέρα.

Ωχ, σε τρόμαξα; Συγνώμη, το ξέρω, μπήκα απότομα. Τι κάνεις; Όχι, δεν θέλω κάτι. Έτσι, απλά ήρθα να δω πώς είσαι. Μου φαίνεσαι πολύ μόνος τελευταία. Κι εγώ είμαι μόνη. Ήρθα λοιπόν να σου πω ότι είμαι εδώ για ότι με χρειαστείς. Ναι, έχεις δίκιο. Μάλλον υπερβάλλω. Πάλι καπνίζεις; Μα σου κάνει κακό. Ο καπνός μπερδεύεται με τις σκέψεις σου και τις ανακατεύει. Κι ύστερα δεν θυμάσαι ποιους αγαπάς, ποιοι είναι δίπλα σου, ποιοι πρέπει να φύγουν. Και όλο παίρνεις λάθος αποφάσεις, τάχα μου επαναστατικές. Λοιπόν, για το καλό σου στο λέω, σταμάτα να καπνίζεις. Κάθε ρουφηξιά παίρνει άλλο ένα κομμάτι σου μακρυά από δω, μακρυά από μένα και απ' όλους τους άλλους. Τι παράξενη που είναι η σιωπή σήμερα ε; Κάθε βράδυ, όταν όλοι στο σπίτι κοιμούνται, εγώ βγαίνω έξω στο μπαλκόνι με το απαλό νυχτικό μου, το θυμάσαι; Είναι αυτό που σου άρεσε τόσο πολύ. Που σε κάθε άγγιγμα του χαμογελούσες με τα υπέροχα παιδικά σου μάτια, γεμάτα απορία και θαυμασμό. Αναμνήσεις της δικής μας εποχής, που μύριζε κεράσι και

Ένοχες Συνειδήσεις

Κάλπικη ελευθερία Γιατί χαίρεσαι γι' αυτήν; Ποτέ δεν θα ξεφύγεις Θα είσαι παντοτινά δεμένος Δεμένος μαζί μου Θα είσαι η γλυκιά τιμωρία μου Θα είμαι ο εθισμός σου στο τσιγάρο Σε τρομάζει η ιδέα; Όχι, μην φοβάσαι. Δεν θα σου κάνω κακό Απλά άσε με να περάσω την νύχτα μαζί σου Μια νύχτα μόνο χρειάζεται Για να σε πείσω ότι θα μείνουμε για πάντα μαζί Είναι γραμμένο άλλωστε Μου ανήκεις Και δεν θα σε αφήσω να φύγεις Θα σε ακολουθώ για πάντα. "Ή κανείς ή κι οι δυο μαζί" - Θυμάσαι; Μην ανάβεις τσιγάρο Μη - στο λέω για το καλό σου Δεν μ' ακούς. Πρώτη ρουφηξιά Ο καπνός γεμίζει τα πνευμόνια σου Τύψεις και αναμνήσεις Και είμαι εγώ που καίγομαι σαν το τσιγάρο Είμαι εγώ που γεμίζω το εγώ σου Είμαι εγώ ο καπνός που βγαίνει από το σώμα σου. Στο είπα. Δεν μπορείς να ξεφύγεις. Κάλπικη ελευθερία. Ένας Θεός ξέρει γιατί χαίρεσαι γι' αυτήν.

Four Seasons, Part 5 : The last season

Πάλι σ' αυτό το κρύο σοκάκι. Μόνος για μία ακόμα φορά. Με ένα μαχαίρι στο χέρι για να προστατευτεί. Από τι; Ούτε που ξέρει. Κοιτάει γύρω του καχύποπτα, τρέμει. Περιμένει τους θύτες του να εμφανιστούν από στιγμή σε στιγμή. Μπορεί πάλι να τον παρακολουθούν. Μπορεί να αργήσουν να έρθουν για να τον κάνουν να υποφέρει ακόμα πιο πολύ. Το καλοκαιρινό φεγγάρι στάζει δάκρυα και βροχή, τον παγώνει. Τίποτα δεν θυμίζει την Άνοιξη που αγάπησε. Μα βρίσκεται πάλι εκεί, λίγο πριν τον θάνατό του, χωρίς να νοιάζεται για το αν θα σωθεί. Το μόνο που σκέφτεται είναι να σώσει εκείνη . Να σταματήσει τον πόνο του για να γιατρέψει τον δικό της. Οι άνθρωποι με τα μαύρα εμφανίζονται στην άκρη του στενού. Κρύβει το μαχαίρι στην ζώνη του και τους πλησιάζει. Ο ιδρώτας στάζει στο κορμί του, σκίζει την πλάτη του σαν σουγιάς. Με ένα σουγιά είχαν χαράξει τα ονόματα τους στον βράχο της αγάπης τους. Μα η σφαίρα ήταν πιο δυνατή. Έσπασε τον βράχο σε χίλια κομμάτια. Θα τους χτυπούσε θανάσιμα αυτό το κακό, μα εκείνος

Μοιραία Παιχνίδια

Στρατιωτάκια ακίνητα, αμίλητα, αγέλαστα Παιδικές αναμνήσεις που τώρα μοιάζουν με εφιάλτη Ποιος να μου το 'λεγε ότι το παιχνίδι θα επαναλαμβανόταν... Πιο δυνατά, πιο σκληρά, πιο αληθινά από ποτέ. Στρατιωτάκι κι εγώ λοιπόν Στον δικό σου στρατό από μαριονέτες Χτυπάς, πιέζεις Μα οι φωνές δεν οδηγούν πουθενά Να το θυμάσαι αυτό. Δεν μπορείς να με μειώσεις πλέον Πονάω τόσο που σχεδόν ξεχνάω τον πόνο Ξεχνάω κι εσένα, που και που... Σταμάτα να μιλάς, δεν μπορώ να σε ακούω Δεν μπορώ να ακούω μελοδραματισμούς, τους σιχάθηκα Κάποια μέρα, οι πιστοί υπήκοοι σου θα φέρουν την επανάσταση Κι εσύ θα μείνεις μόνη με τις διαταγές σου Και τότε κανείς δεν θα γυρίσει πίσω να κοιτάξει την μιζέρια σου Θα είσαι ολομόναχη. Είδες; Δεν μπορείς να ξεφύγεις από το πεπρωμένο Θα καταλήξεις σαν "αυτόν" στο τέλος. Μέχρι τότε, καταπίεσε με πιο πολύ Μπορείς να το κάνεις Βάλε με να χορεύω για να διασκεδάζεις Έτσι έμαθες. Έτσι έμαθα κι εγώ. Καλά να πάθω.

Four Seasons, Part 4 : Autumn

Εικόνα
Μιλάει ο Μ. "   Όλα αλλάζουν κάποτε.  Η ρόδα πάντοτε γυρίζει. Κ εσύ εδώ. Μείνε εδώ. Μείνε μαζί μου.   Σ' αγαπώ. Μα δεν θα στο πω. Γιατί φοβάμαι. Όχι, δεν φοβάμαι να το πω. Φοβάμαι ότι δεν θα με πιστέψεις. Μισώ αυτή την αδυναμία μου. Μισώ κι εμένα.  Ξημερώνει σε λίγο. Οι σταγόνες της βροχής χτυπάνε το τζάμι και το μυαλό μου. Πρωτοβρόχι. Το Φθινόπωρο έφτασε στην μέση της άνοιξης. Το νοτισμένο χώμα μου θυμίζει γιατί είναι η αγαπημένη μου εποχή.  Κοιτάω το παράθυρο. Θα μπορούσες να είχες φύγει στο τέλος του Καλοκαιριού που μας έκαψε. Μα δεν το έκανες. Πάλεψες για μας. Και είσαι εδώ. Μείνε για πάντα εδώ. Ξαπλώνω ξανά στο κρεβάτι. Σε παρατηρώ που κοιμάσαι και μοιάζεις με άγγελος, γλυκιά μου Λ. , αλήθεια μοιάζεις με άγγελο. Και είμαι τόσο ευτυχισμένος που σχεδόν πονάω από την χαρά μου. Χαϊδεύω τα μαλλιά σου και χαμογελάς. Χαμογελώ κι εγώ μαζί σου. Είσαι εδώ. Με νιώθεις. Σε νιώθω κι εγώ. Δεν έχει σημασία τι περάσαμε, τι περνάμε, τι θα περάσουμε. Αρκεί που

Four Seasons, Part 3 : Summer

Εικόνα
Ο καιρός περνούσε Η ενθουσιώδης Άνοιξη άφηνε σιγά σιγά τα λευκά λουλούδια να πέσουν Μια νέα εποχή, το Καλοκαίρι, ξεκινούσε Που ήρθε να κάψει τα πάντα Που δεν υποσχόταν και τα καλύτερα για τους δυο νέους Τα κρινάκια ξεράθηκαν, τα τριαντάφυλλα άφησαν την τελευταία τους πνοή Αφέθηκαν στην μοίρα του ανέμου Να τα παρασύρει με την ορμή του όπου τύχει Θυσιάστηκαν στον βωμό της ζήλιας και της πίεσης Είπαν το τελευταίο αντίο στην εμπιστοσύνη και ξεψύχησαν Εντάσεις, δάκρυα, χαμός... Πεισμωμένα και θυμωμένα βλέμματα Χέρια που κοιτάνε να ξεφύγουν, να αγγίξουν το ένα το άλλο, να λυτρωθούν Φωνές που κοιτάνε να πληγώσουν, έτσι για να νιώσουν ότι δεν εξαρτώνται από κανένα Εγκληματίες μιας ζωής που δεν φταίει Εγκληματίες της ζωής τους Πού είναι ο Έρωτας; ...... Σ' αγαπώ, το καταλαβαίνεις; Σε μισώ. Όχι, δεν το εννοούσα, αλήθεια σ' αγαπώ. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα πλέον. Θέλω τόσο απελπι

Four Seasons, Part 2 : Spring

Εικόνα
Ταλαιπωρημένος πλέον από τον παγετό του Χειμώνα του, κ ενώ πίστευε ότι θα έμενε για πάντα μόνος να μαζεύει το νήμα της ζωής του, εμφανίστηκε  Εκείνη. Η Άνοιξη μπήκε θριαμβευτικά, έκανε αισθητή την παρουσία της. Τα λουλούδια άνθισαν αλλά ο Μ. ήταν τόσο τυφλωμένος από τα πάθη του που ούτε καν τα πρόσεξε. Ωστόσο, ένιωθε την ζεστασιά του ήλιου που άθελά του τον αγκάλιαζε. Η παγωμένη ψυχή του βρήκε διέξοδο στο πέταγμα χιλιάδων πεταλούδων που πλημμύρισαν την σκέψη του. Ένας νέος έρωτας, δυνατός, ενθουσιώδης, πραγματικός, φώναζε. Του φώναζε να τον ακολουθήσει. Είχε αμφιβολίες. Μήπως είχε παραισθήσεις; Μήπως η Λ. ήταν μόνο μια ιδανική κοπέλα στην φαντασία του; Μήπως ήταν η άμυνα του οργανισμού του ενάντια στην απόρριψη; Σκέψεις, σκέψεις, σκέψεις... Μα... Έμοιαζε τόσο αληθινή. Άρχισαν να κάνουν παρέα, να μιλάνε για τα πάντα, να της λέει τις σκέψεις του, τους φόβους, τα όνειρά του. Κάθε βράδυ, μόλις έλεγαν καληνύχτα, ξάπλωνε στο κρεβάτι του και αναρωτιόταν μήπως ανοιγόταν πολύ, μήπως δε

Four Seasons, Part 1 : Winter

Εικόνα
Ήταν μόλις 17 και ήδη είχε βιώσει την οδύνη της απώλειας, τον πόνο ενός υπέροχα ανεκπλήρωτου έρωτα με κάποια που βρισκόταν τόσο κοντά του που θα μπορούσε να ακούσει την ανάσα του αν ήθελε. Μα ήταν κι εκείνη τόσο απορροφημένη από την αγάπη, που δεν έδωσε σημασία στους χτύπους της καρδιάς του. "Η φιλία που μας ενώνει είναι πιο σημαντική από το ανόητο καπρίτσιο σου", ήθελε να του πει. Τον απέφευγε, δεν του μιλούσε πλέον όπως παλιά, χάθηκαν. Τον εγκατέλειψε πριν καν τον αποκτήσει. Κι ο Μ. ένιωσε σιγά σιγά να πεθαίνει. Κάτι τρεμόπαιζε μέσα στην ψυχή του. Δεν ήθελε να σβήσει τα συναισθήματά του για αυτή την κοπέλα. Έμεινε εκεί, να υπομένει τις αντιδράσεις της, να αγνοεί το ότι τον έδιωχνε με το βλέμμα της. Έμεινε εκεί, απλά για να την βλέπει να υπάρχει. Κι ο καιρός περνούσε, η δύσκολη περίοδος συνεχιζόταν και δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να αποτρέψει την πτώση. Ένιωθε κάτι δυνατό, κάτι που θα μπορούσε να το ικανοποιήσει μόνο αν το έθαβε. Έτσι άλλωστε του έλεγαν όλοι. Μα ο Μ.
Ένα αρρωστιάρικο κίτρινο φως χτυπάει το πρόσωπό του και τον τυφλώνει. Τα μάτια του βουρκώνουν. Απ' το δυνατό φως; Απ' την απώλεια; Δεν ξέρει. Προσπαθεί να σκεφτεί, να βάλει τα πράγματα σε μια τάξη, αλλά του είναι αδύνατον. Το μυαλό του κάνει διάφορες περίεργες σκέψεις εδώ και ώρα. Η καρδιά του χτυπά δυνατά, φοβάται τις αποφάσεις που θα πάρει η λογική του. "Όχι, δεν πρέπει", ψιθυρίζει. "Πρέπει να συνεχίσεις να πολεμάς. Δεν πρέπει να εγκαταλείψεις όσα έχτισες μέχρι τώρα." Μάταιη προσπάθεια των λιγοστών καλών συναισθημάτων που του έχουν μείνει. Το μυαλό του θα διατάξει το σώμα, το σώμα θα υποκούσει, η καρδιά θα πονέσει. Όπως πάντα, άλλωστε. Το έχει συνηθίσει πια. Ξαφνικά, σαν να ξυπνά από λήθαργο, τινάζεται ολόκληρος. Κοιτάει δεξιά κι αριστερά στο κακόφημο σοκάκι. Πώς έφτασε μέχρι εδώ; Όλα για την αγάπη, αυτό σκεφτόταν. Μόνο που η αγάπη αυτή δεν υπάρχει τώρα, δεν μπορεί να βασιστεί στην δύναμή της. Γι' αυτό βρίσκεται εδώ, μακρυά απ' όλα, για να ξεχάσ

Ματωμένα Λόγια

Ένα σκισμένο νυφικό βρίσκω στην ντουλάπα Γεμάτο αίματα και σκόνες και αναμνήσεις Αναμνήσεις μιας άλλης εποχής Ανέμελης και ενθουσιώδους Με γέλια, βλέμματα, φωνές. Δίπλα στο λευκό φόρεμα Ένα ζευγάρι παπούτσια Χιλιοπατημένα και παλιά Τρόπαια που θυμίζουν πόσο χαρούμενοι ήμασταν κάποτε Και πόσο λαχταρούσαμε να γνωρίσουμε τον κόσμο Να και ένα ζευγάρι συναισθήματα πιο πέρα Πονεμένα σου διηγούνται τις δικιές τους ιστορίες Κι εσύ γελάς με τις χαρές τους Και δακρύζεις με τις λύπες τους Και λυπάσαι που δεν ήσουν εκεί για να τις ζήσεις Ανοίγω το σεντούκι και μια μελωδία ξεπροβάλλει Μου θυμίζει ότι δεν είμαι μόνη στην ζωή Ότι πλέον έχω βρει το κλειδί της Μόνο που πρέπει να το φυλάξω σαν τα μάτια μου Γιατί τρέχει και χάνεται, παρεξηγεί και πληγώνεται Μα ύστερα σκοντάφτω στο σκαλοπάτι Ανεβαίνω την μικρή σκάλα από ξύλο Τρίζει σε κάθε μου πάτημα, μα συνεχίζω Ξαφνικά η αυλαία ανοίγει και βρίσκομαι στην σκηνή "Ηθοποιός σημαίνει φως..." Πάντα ήμουν καλή ηθοποιός

Μια μικρή ιστορία...

Κάποτε, πολύ παλιά, πριν χίλια χρόνια σχεδόν, μια μικρή και κάπως αθώα μελωδία συνάντησε τυχαία το μοναδικό κλειδί που άνοιξε την φωνή της. Άρχισαν, λοιπόν, να ενώνουν τις δυνάμεις τους για να φτιάξουν κάτι καλό κι έτσι, η μελωδία γέμιζε την ύπαρξή της με άγνωστες νότες και το κλειδί ένιωθε ότι ήταν χρήσιμο για την μελωδία, την μελωδία του. Ταίριαζαν τόσο πολύ που πίστευαν ότι δεν θα μπορούσαν να ζήσουν χωρίς ο ένας τον άλλο.  Ήταν όμως τόσο εγωιστές, που κανένας τους ποτέ δεν παραδέχτηκε πόσο πολύ αγαπούσε το ταίρι του. Οι φθορές και οι παραφωνίες αλλοίωσαν την σχέση τους, σιγά σιγά. Το κλειδί θεωρούσε ότι θα μπορούσε να είναι χρήσιμο για οποιαδήποτε άλλη μελωδία ήθελε, μιας και η δική του του φαινόταν πολύ συντηρητική και χωρίς ζωντανό ρυθμό. Με την σειρά της η μελωδία άρχισε να κάνει παρεά και με άλλα κλειδιά, πράγμα το οποίο εξόργισε το κλειδί της, που άρχισε να πιστεύει ότι δεν το χρειαζόταν πλέον και απλά έπαιζε μαζί του. Έτσι το πληγωμένο κλειδί έχανε σιγά σιγά την εμπιστοσύνη

Αν είχε χρώμα θα 'ταν άσπρη η τρέλα...Αν είχε σώμα θα 'ταν πάλι ψέμα....

Τα "συγνώμη" που δεν μου είπες ποτέ Τα "σε συγχωρώ" που σου έλεγα πάντα Πέφτουν, σπάνε, καίγονται Μέσα στο κενό της ματιάς σου. Ποιο είναι το τίμημα όταν ξέρεις ότι έχασες πια τον εαυτό σου; Πόσα μπορείς να αντέξεις και πόσα μπορείς να χάσεις ακόμα; Αυτοί που θα αντέξουν την απρόσμενη αλλαγή σου είναι εκείνοι που σ' αγαπάνε έτσι όπως είσαι, ότι κι αν είναι αυτό. Αυτοί που κατανοούν κάθε πτυχή του εαυτού σου και της μελαγχολίας σου, ακόμα και του ψεύτικου χαμόγελου σου. Αυτοί που θα έκαναν πολλά για να γεμίσουν τα κενά σου. Όλοι οι υπόλοιποι απλά θα αδιαφορήσουν. Μπορεί ούτε καν να καταλάβουν ότι άλλαξες. Αλλά κι αν το καταλάβουν, σίγουρα δεν θα τους κάνει αίσθηση. Δεν θα προσπαθήσουν να καταλάβουν τους λόγους της μικρο-κατάθλιψής σου. Το μόνο που θα κάνουν είναι να σου τονίζουν με τον μοναδικό ειρωνικό τους τρόπο αυτά που ήδη ξέρεις, αυτά που ίσως σε έφεραν σε αυτή την κατάσταση. Όχι, δεν μιλάω εκ πείρας και όχι, δεν είναι σπόντα σε κανέναν αυ

Οι ζητιάνοι της αγάπης

Κατατρεγμένος από θεούς και δαίμονες Φοβισμένος και μόνος Μαχητής της ζωής για πάντα με πληγωμένα χέρια και σκισμένα φτερά Ένας πραγματικός έκπτωτος άγγελος Δίνεις την δική σου παράσταση Μα δεν είσαι ο πρωταγωνιστής Μισός από τα χτυπήματα με πάνλευκα μάτια και μαύρες αισθήσεις Δεν σε προσέχει κανείς Δεν σε βοηθάει κανείς να σταθείς στα πόδια σου Σε απορρίπτουν άδικα Σε αποφεύγουν Όλοι αυτοί, μαζί τους κι εγώ -το ξέρω, λάθος μου- Θα έρθεις όμως κάποια μέρα, θα το δεις Που οι ζητιάνοι της αγάπης σαν κι εσένα Θα ζείτε όπως σας αξίζει, αλήθεια Και το όνειρο σου θα είναι πια πραγματικότητα Ταπεινός όπως πάντα, σκύβεις να ζητήσεις μια χούφτα συμπόνια Σε παρατηρώ από μακρυά Ντρέπεσαι που το απαιτείς με τέτοιο τρόπο Μα έτσι επιβιώνεις Σε φοβάμαι, τρέμω από την δύναμη της απελπισίας σου Με κάνει να θέλω να φύγω Κι ας χαθείς στην επόμενη στάση Σε αγνοώ μα δεν φεύγεις Υπήκοός μου πισ

Ο τελευταίος διάλογος

Τι γίνεται Lilith; Τι σου συμβαίνει; Δεν σε αναγνωρίζω πλέον. Τι έγινε στην παλιά, καλή και πρόσχαρη κοπέλα; Πού πήγε; Αλήθεια, τι της έκανες; Γιατί είσαι τόσο απόμακρη πια; Ω Lilith, πάντα το ήξερα ότι μου κάνεις κακό, ότι πράγματι είσαι κάτι σκοτεινό που ρουφάς γουλιά γουλιά την ύπαρξή μου. Γιατί σε άφησα να με κερδίσεις; Γιατί δεν είδα πόσο πολύ με επηρεάζεις; Θα μπορούσα να είχα προβλέψει το κακό τέλος και να έκανα κάτι για να το αποτρέψω. Αλλά εσύ με άφησες να νομίζω ότι όλα είναι μια χαρά, ότι μόνο οι άλλοι αλλάζουν και φταίνε... Με άφησες να ζω μέσα σε ένα ατελείωτο παραμύθι με κακές μάγισσες και δράκους και τέρατα, που όλοι θέλουν το κακό μου. Με άφησες να σε νομίζω θύμα, γλυκιά μου Lilith... Και τώρα που βλέπω τι πραγματικά είσαι και τι με έχεις καταντήσει, τώρα δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο παρά να σε σκοτώσω... Ναι, θα σε σκοτώσω. Μα πώς να το κάνω αυτό όταν με κοιτάς με αυτά τα λυπημένα μάτια; Πώς να δώσω ένα τέλος σ' αυτή την σχέση; Νόμιζα ότι ήμασταν μαζί σ' αυτ

...Kings of Medicine...

Εικόνα
They're picking up pieces of me While they're picking up pieces of you In a bag you will be before the day is over Were you looking for somewhere to be? Were you looking for someone to do? Stupid me to believe that I could trust in stupid you And on the back of my hand Were directions I could understand Now that old buzzer Johnnie Walker Has gone and ruined all our plans Our best made plans Don't leave me here to pass for time Without a map or road sign Don't leave me here my guiding light 'Cause I, I... Wouldn't know where to begin I ask the Kings of Medicine They're picking up pieces of me While they're picking up pieces of you Lying on ice you will be before the day is over So case and point may be That you never thought it through Stupid me to believe I could depend on stupid you And on the tip of my tongue Were words that always came out wrong 'Cause they were drowned in Southern Comfort And left to dry out in the sun The noon day sun