Papercut.
Έχεις κοπεί ποτέ ανάμεσα στα δάχτυλα των χεριών σου με χαρτί; Έχεις νιώσει ποτέ αυτό τον πόνο; Έχεις δακρύσει από το σκίσιμο του δέρματος; Πες μου, δάκρυσες; Μόλις κόπηκα. Βαθιά όσο δεν πάει. Τρέχει αίμα ποτάμι, πιέζω το σημείο μα όλο κι αναβλύζει νέο κόκκινο. Δεν μπορώ να το σταματήσω. Μα που είναι οι επίδεσμοι όταν τους χρειάζεσαι; Κι όλο τρέχει. Και προσπαθώ να κάνω χούφτα τα χέρια να το πιάσω Να το κρατήσω για μια απειροελάχιστη στιγμή. Να πω πως είναι δικό μου, δεν μου το παίρνει κανείς. Αλλά τρέχει. Και φεύγει. Δεν μπορώ να το σταματήσω. Πονάει τόσο πολύ. Το ήξερα ότι τα κοψίματα από χαρτί είναι τα χειρότερα. Μα δεν πρόσεχα. Ήθελα να ζωγραφίσω κάτι για σένα, έναν κόσμο, μια λέξη. Μα κοίτα τώρα τι έκανα. Γέμισα το χαρτί με κόκκινο που γίνεται μαύρο και μετά πάλι κόκκινο. Και μου γελάει. Με ξεγελάει. Και τρέχει. Δεν μπορώ να το σταματήσω. Φύγε, σε ξορκίζω, φύγε. Τρέξε σαν το αίμα από μέσα μου. Φύγε μέχρι να κυλίσ