Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιούνιος, 2011

Papercut.

Εικόνα
Έχεις κοπεί ποτέ ανάμεσα στα δάχτυλα των χεριών σου  με χαρτί;  Έχεις νιώσει ποτέ αυτό τον πόνο; Έχεις δακρύσει από το σκίσιμο του δέρματος; Πες μου, δάκρυσες; Μόλις κόπηκα. Βαθιά όσο δεν πάει. Τρέχει αίμα ποτάμι, πιέζω το σημείο μα όλο κι αναβλύζει νέο κόκκινο. Δεν μπορώ να το σταματήσω. Μα που είναι οι επίδεσμοι όταν τους χρειάζεσαι; Κι όλο τρέχει. Και προσπαθώ να κάνω χούφτα τα χέρια να το πιάσω Να το κρατήσω για μια απειροελάχιστη στιγμή. Να πω πως είναι δικό μου, δεν μου το παίρνει κανείς. Αλλά τρέχει. Και φεύγει. Δεν μπορώ να το σταματήσω. Πονάει τόσο πολύ. Το ήξερα ότι τα κοψίματα από χαρτί είναι τα χειρότερα.  Μα δεν πρόσεχα. Ήθελα να ζωγραφίσω κάτι για σένα, έναν κόσμο, μια λέξη. Μα κοίτα τώρα τι έκανα.  Γέμισα το χαρτί με κόκκινο που γίνεται μαύρο και μετά πάλι κόκκινο. Και μου γελάει. Με ξεγελάει. Και τρέχει. Δεν μπορώ να το σταματήσω. Φύγε, σε ξορκίζω, φύγε. Τρέξε σαν το αίμα από μέσα μου. Φύγε μέχρι να κυλίσ

Όλα αλλάζουν

Κι εκεί που πίστευες ότι είσαι ερωτευμένη, αρχίζουν να σε εκνευρίζουν τα πάντα πάνω του. Κι εκεί που πίστευες ότι θα είστε για πολύ καιρό μαζί, μπαίνουν τρίτοι στην μέση και σας κάνουν μαντάρα. Κι εκεί που πίστευες ότι τα έχεις όλα, βρίσκεσαι στην μέση του πουθενά να αναρωτιέσαι τι στο καλό έγινε και τα έχασες όλα. Κι εκεί που πίστευες ότι δεν θα τελειώσει γιατί υπάρχει κάτι αληθινό, τελειώνει. The end. For real. Και μετά είσαι σαν ζόμπι, γιατί άλλα περίμενες και άλλα σου ήρθαν. Κυκλοφορείς με ένα αξιολύπητο βλέμμα, μάτια κλαμμένου κουταβιού και ένα πακέτο χαρτομάντηλα στο χέρι. Είσαι άλουστη, φοράς μπιτζάμες και κουλουριάζεσαι σαν να πονάει η κοιλιά σου. Οι παρέες σου σε βγάζουν με το ζόρι έξω, κάνουν τον καραγκιόζη για να γελάσεις και γενικά είναι μια σανίδα σωτηρίας, που είτε γαντζώνεσαι πάνω της για να σωθείς, είτε κάνεις την πεισματάρα και χώνεσαι πιο βαθιά μέσα στα σκα.τα. Και κάπως έτσι περνάνε οι σιχαμερές μέρες σου και εσύ εκεί, να θρηνείς για κάτι που περίμενες να γίν

The end.

Δυσκολεύτηκε να το πιστέψει ότι ο άντρας της ζωής της θα έφευγε. Έστω και για αυτό το λίγο χρονικό διάστημα. "Πόσο καιρό θα λείψεις;", τον ρωτούσε κάθε βράδυ, όταν πλάγιαζε στο κρεβάτι μαζί του. Εκείνος της χάιδευε απαλά τα μαλλιά, χαμογελούσε μελαγχολικά και της απαντούσε "Πριν προλάβω να σου λείψω θα είμαι πίσω.". Δυσκολευόταν να το πιστέψει. Αλλά έπρεπε να κάνει υπομονή, η δουλειά του έμπαινε σε πρώτη μοίρα. Τον αγαπούσε τόσο πολύ, που αν ήταν στο χέρι της, θα τον έπαιρνε και θα έφευγαν μακρυά, πολύ μακρυά, πιο μακρυά και από το φεγγάρι που της είχε τάξει να την πάει κάποτε. Υποχρεώσεις. Ενοχλητικές, επίμονες υποχρεώσεις, της στερούσαν την ευτυχία της. Και τώρα, της στερούσαν και τον άντρα της. Δεν τον συνόδεψε στο αεροδρόμιο, μισούσε τους αποχαιρετισμούς. Τον φίλησε για τελευταία φορά, κράτησε τα δάκρυα για μετά, του είπε "Σ' αγαπώ, φύγε τώρα.". Και τον είδε που έφευγε, με την βαλίτσα να σέρνεται νωχελικά πίσω του. Γύρισε και την κοίταξε, της

Η επανένωση

Δυο άγρια βλέμματα δεν ήταν κάτι που ήθελα, όμως αυτό περίμενα να γίνει. Με μισούσα εκείνη την στιγμή, που έπαιζα θέατρο μπροστά σε ένα τυφλό κοινό. Η φωνή μου έσπασε, ήθελε να φωνάξει την απόγνωση μου, όμως σώπασα. Έκρυψα ένα μελαγχολικό δάκρυ και προχώρησα. Φόρεσα το ψεύτικο ξεφτισμένο χαμόγελό μου και απέφευγα την επαφή σου με την ψυχή μου. Ατένιζα τον δρόμο, που θα έπαιρνε μακρυά το δώρο της ζωής μου. Μια τσάντα πόσες αναμνήσεις μπορεί να χωρέσει; Και ένα κουτί πόση αγάπη και συγχώρεση να αντέξει; Είμαστε ίδιοι και ακόμα να το καταλάβεις. Στερεότυπα σε παίρνουν μακρυά. Μα ο πόθος σου για το άγνωστο παραμένει εδώ, σε μια ματιά, σε ένα άσπρο φόντο με ροζ γράμματα. Μην προσπαθείς να το διαβάσεις, δεν διαβάζομαι... Τίποτα δεν ήταν όπως το περίμενα. Χιλιάδες πρόβες για μια μόνο σκηνή, για μια μόνο παράσταση. Που όμως πήρε παράταση, χωρίς να το επιδιώξω. Όχι ότι με πειράζει. Αλλά να, θέλω μια φορά να κάνω την σκληρή, να σε απειλήσω με το τόξο μου κι εσύ να τρέμει

Second chances don't matter.

Give me love.  Not chances.

Καλησπέρα.

Ωχ, σε τρόμαξα; Συγνώμη, το ξέρω, μπήκα απότομα. Τι κάνεις; Όχι, δεν θέλω κάτι. Έτσι, απλά ήρθα να δω πώς είσαι. Μου φαίνεσαι πολύ μόνος τελευταία. Κι εγώ είμαι μόνη. Ήρθα λοιπόν να σου πω ότι είμαι εδώ για ότι με χρειαστείς. Ναι, έχεις δίκιο. Μάλλον υπερβάλλω. Πάλι καπνίζεις; Μα σου κάνει κακό. Ο καπνός μπερδεύεται με τις σκέψεις σου και τις ανακατεύει. Κι ύστερα δεν θυμάσαι ποιους αγαπάς, ποιοι είναι δίπλα σου, ποιοι πρέπει να φύγουν. Και όλο παίρνεις λάθος αποφάσεις, τάχα μου επαναστατικές. Λοιπόν, για το καλό σου στο λέω, σταμάτα να καπνίζεις. Κάθε ρουφηξιά παίρνει άλλο ένα κομμάτι σου μακρυά από δω, μακρυά από μένα και απ' όλους τους άλλους. Τι παράξενη που είναι η σιωπή σήμερα ε; Κάθε βράδυ, όταν όλοι στο σπίτι κοιμούνται, εγώ βγαίνω έξω στο μπαλκόνι με το απαλό νυχτικό μου, το θυμάσαι; Είναι αυτό που σου άρεσε τόσο πολύ. Που σε κάθε άγγιγμα του χαμογελούσες με τα υπέροχα παιδικά σου μάτια, γεμάτα απορία και θαυμασμό. Αναμνήσεις της δικής μας εποχής, που μύριζε κεράσι και

Ένοχες Συνειδήσεις

Κάλπικη ελευθερία Γιατί χαίρεσαι γι' αυτήν; Ποτέ δεν θα ξεφύγεις Θα είσαι παντοτινά δεμένος Δεμένος μαζί μου Θα είσαι η γλυκιά τιμωρία μου Θα είμαι ο εθισμός σου στο τσιγάρο Σε τρομάζει η ιδέα; Όχι, μην φοβάσαι. Δεν θα σου κάνω κακό Απλά άσε με να περάσω την νύχτα μαζί σου Μια νύχτα μόνο χρειάζεται Για να σε πείσω ότι θα μείνουμε για πάντα μαζί Είναι γραμμένο άλλωστε Μου ανήκεις Και δεν θα σε αφήσω να φύγεις Θα σε ακολουθώ για πάντα. "Ή κανείς ή κι οι δυο μαζί" - Θυμάσαι; Μην ανάβεις τσιγάρο Μη - στο λέω για το καλό σου Δεν μ' ακούς. Πρώτη ρουφηξιά Ο καπνός γεμίζει τα πνευμόνια σου Τύψεις και αναμνήσεις Και είμαι εγώ που καίγομαι σαν το τσιγάρο Είμαι εγώ που γεμίζω το εγώ σου Είμαι εγώ ο καπνός που βγαίνει από το σώμα σου. Στο είπα. Δεν μπορείς να ξεφύγεις. Κάλπικη ελευθερία. Ένας Θεός ξέρει γιατί χαίρεσαι γι' αυτήν.

Four Seasons, Part 5 : The last season

Πάλι σ' αυτό το κρύο σοκάκι. Μόνος για μία ακόμα φορά. Με ένα μαχαίρι στο χέρι για να προστατευτεί. Από τι; Ούτε που ξέρει. Κοιτάει γύρω του καχύποπτα, τρέμει. Περιμένει τους θύτες του να εμφανιστούν από στιγμή σε στιγμή. Μπορεί πάλι να τον παρακολουθούν. Μπορεί να αργήσουν να έρθουν για να τον κάνουν να υποφέρει ακόμα πιο πολύ. Το καλοκαιρινό φεγγάρι στάζει δάκρυα και βροχή, τον παγώνει. Τίποτα δεν θυμίζει την Άνοιξη που αγάπησε. Μα βρίσκεται πάλι εκεί, λίγο πριν τον θάνατό του, χωρίς να νοιάζεται για το αν θα σωθεί. Το μόνο που σκέφτεται είναι να σώσει εκείνη . Να σταματήσει τον πόνο του για να γιατρέψει τον δικό της. Οι άνθρωποι με τα μαύρα εμφανίζονται στην άκρη του στενού. Κρύβει το μαχαίρι στην ζώνη του και τους πλησιάζει. Ο ιδρώτας στάζει στο κορμί του, σκίζει την πλάτη του σαν σουγιάς. Με ένα σουγιά είχαν χαράξει τα ονόματα τους στον βράχο της αγάπης τους. Μα η σφαίρα ήταν πιο δυνατή. Έσπασε τον βράχο σε χίλια κομμάτια. Θα τους χτυπούσε θανάσιμα αυτό το κακό, μα εκείνος